SΤΟΙΧΗΜΕΙΑ

Ένα ιστολόγιο γνώσης και μύησης στα επιστημονικά μυστικά του στοιχήματος. Γιατί το στοίχημα δεν είναι απλά ένα παιχνίδι τύχης, αλλά ένα μαθηματικό παίγνιο. Όσοι το αντιλαμβάνονται, είναι ένα τουλάχιστον βήμα μπροστά από τους υπολοίπους...

28 Σεπτεμβρίου 2019

Η Αναλογική Γκανιότα στο Στοίχημα (Γκανιότα Σημείων)



Το ζήτημα της γκανιότας, έχει απασχολήσει κατά καιρούς όσους ασχολούνται με το στοίχημα. Γκανιότα στο στοίχημα, ονομάζουμε το ψαλίδισμα των στοιχηματικών αποδόσεων και κατά συνέπεια το ψαλίδισμα των πιθανών κερδών για τους παίχτες, ούτως ώστε να εξασφαλίζεται ένα πάγιο κέρδος για την στοιχηματική εταιρία. Αυτό είναι εν γένει γνωστό, όπως επίσης γνωστός είναι κι ο τρόπος, με τον οποίο μπορούμε να βρούμε το μέγεθος της Ονομαστικής Γκανιότας που εφαρμόζει μια στοιχηματική εταιρία, στα σετ αποδόσεων που προσφέρει στους παίχτες. Αυτό που λίγοι γνωρίζουν, είναι πως η γκανιότα δεν παραμένει σταθερή για όλα τα σημεία ενός στοιχηματικού σετ, αλλά το μέγεθος της διαφοροποιείται από σημείο σε σημείο. Διαφορετική γκανιότα εφαρμόζεται στον άσσο (1), διαφορετική γκανιότα στην ισοπαλία (Χ) και διαφορετική γκανιότα στο διπλό (2). Γιατί όμως αυξομειώνεται η γκανιότα από σημείο σε σημείο και πως ακριβώς υπολογίζεται το μέγεθος αυτής της διαφοροποίησης; Υπάρχουν 3 βασικοί λόγοι που χρειάζεται να γίνει αυτό. Ας εξετάσουμε πως έχουν τα πράματα, ώστε να βρούμε τις απαντήσεις…

Όλα στο στοίχημα διαμορφώνονται απ’ τα μαθηματικά. Για κάθε στοιχηματικό σημείο, υπολογίζονται συγκεκριμένες πιθανότητες επαλήθευσης, στις οποίες αντιστοιχούν κι οι ανάλογες πιθανότητες διάψευσης. Οι αποδόσεις των στοιχηματικών σημείων, προκύπτουν πρωτίστως απ’ τις πιθανότητες επαλήθευσης που υπολογίστηκαν γι’ αυτά. Όσο περισσότερες οι πιθανότητες επαλήθευσης ενός σημείου, τόσο μικρότερη απόδοση έχει, κι αντίστοιχα, όσο λιγότερες οι πιθανότητες τόσο μεγαλώνει η απόδοση του. Ο παίχτης του στοιχήματος, αγοράζοντας τις διάφορες αποδόσεις στοιχηματικών σημείων, ουσιαστικά αγοράζει τις πιθανότητες που υπολογίστηκαν γι’ αυτά και μαζί με τις πιθανότητες επαλήθευσης παίρνει και το ανάλογο ρίσκο της διάψευσης γι’ αυτές.

Απ’ την μεριά της η στοιχηματική εταιρία, παίρνει κι αυτή επίσης το ρίσκο που της αναλογεί, για τις αποδόσεις που πουλάει στους παίχτες. Όσο μικρότερες είναι οι αποδόσεις των σημείων που πουλάει, τόσο μικρότερο αντίτιμο αναλογικά με το ποντάρισμα θα καταβάλει στους πιθανούς νικητές που θα τα επιλέξουν, ενώ όσο μεγαλώνουν οι αποδόσεις των σημείων, τόσο μεγαλύτερο αντίτιμο αναλογικά με το ποντάρισμα θα καταβάλει στους πιθανούς νικητές. Αν συνυπολογίσουμε και τις περιπτώσεις πολλαπλασιασμού των πιθανών κερδών, μέσω της επιλογής από ορισμένους παίχτες παραπάνω του ενός σημείου σε παρολί, τότε στις περιπτώσεις επαλήθευσης μεγάλων αποδόσεων, το αντίτιμο που θα κληθεί να καταβάλει μια εταιρία στους πιθανούς νικητές, διογκώνεται δυσθεώρητα κατ’ αναλογία με το ποντάρισμα. Μπορεί δηλαδή, μια εταιρία να κληθεί να καταβάλει ένα πολύ υψηλό τίμημα, σε έναν ή περισσότερους παίχτες, που πόνταραν ελάχιστα χρήματα σε μερικά σημεία με μεγάλες αποδόσεις. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ενώ οι παίχτες ρισκάρουν να χάσουν ελάχιστα χρήματα, η εταιρία που δέχεται τα στοιχήματα τους, ρισκάρει να πληρώσει πάρα πολλά. Έτσι, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, το ρίσκο γέρνει εις βάρος της στοιχηματικής εταιρίας, γιατί έστω και στις ελάχιστες φορές επαλήθευσης τέτοιων περιπτώσεων, το τίμημα που θα κληθεί να πληρώσει η εταιρία, θα είναι ενδεχομένως τεράστιο αναλογικά με τα χρήματα που έλαβε από τους παίχτες.

Κάπου εδώ να πούμε, πως το πραγματικό κέρδος μιας στοιχηματικής εταιρίας από κάποιον παίχτη, προκύπτει τις φορές που ο παίχτης θα χάσει, όχι τις φορές που αυτός θα κερδίσει. Ένας παίχτης που ποντάρει τα χρήματα του σε πολύ μικρές αποδόσεις, ρισκάρει πολλά για να κερδίσει λίγα, με πολλές όμως πιθανότητες επιτυχίας. Τις φορές που αυτός ο παίχτης θα κερδίσει, η εταιρία θα έχει μια μικρή χασούρα απ’ αυτόν, άλλα όταν αυτός χάσει η εταιρία θα κερδίσει πάρα πολλά απ’ αυτόν. Το αντίθετο συμβαίνει, με κάποιον παίχτη που ποντάρει τα χρήματα του σε πολύ μεγάλες αποδόσεις, ρισκάρει λίγα για να κερδίσει πολλά, με λίγες όμως πιθανότητες επιτυχίας. Τις φορές που αυτός ο παίχτης θα χάσει (οι οποίες ασφαλώς θα είναι πολύ περισσότερες) η εταιρία θα έχει ένα μικρό κέρδος απ’ αυτόν, όμως τις φορές ή την φορά που αυτός ο παίχτης θα κερδίσει, η εταιρία θα έχει μεγάλη χασούρα απ’ αυτόν.

Για τις στοιχηματικές εταιρίες λοιπόν, ισχύει ό,τι και για τους παίχτες, μικρές οι αποδόσεις των σημείων – μικρό το ρίσκο, μεγάλες οι αποδόσεις των σημείων – μεγάλο το ρίσκο. Έχοντας λοιπόν κατά νου αυτήν την κατανομή του ρίσκου για τις στοιχηματικές εταιρίες, κατανοούμε ότι ένα βασικό μέλημα των εταιριών είναι να υπολογίσουν με κάποιο τρόπο αυτό το ρίσκο και σε κάθε περίπτωση να καλυφθούν από αυτό. Δηλαδή οι εταιρίες από μέρους τους, χρειάζεται με κάποιον τρόπο να περιορίσουν την πιθανή ζημία στις περιπτώσεις επαλήθευσης μεγάλων αποδόσεων. Πως θα το καταφέρουν αυτό; Η απάντηση είναι σχεδόν προφανής: Ψαλιδίζοντας τις μεγάλες αποδόσεις περισσότερο από τις μικρές και αυτό το επιτελούν μέσω της εφαρμογής Αναλογικής Γκανιότας σε κάθε σημείο ξεχωριστά.

Τι είναι λοιπόν Αναλογική Γκανιότα; Ποια είναι η διαφορά της Αναλογικής Γκανιότας από την Ονομαστική και πως αυτή λειτουργεί; Πολύ απλά, η Ονομαστική Γκανιότα παραμένει σταθερή για όλα τα σημεία ενός στοιχηματικού σετ, ενώ η Αναλογική Γκανιότα αυξομειώνεται ξεχωριστά για κάθε στοιχηματικό σημείο και αντιστρόφως ανάλογα με τις πιθανότητες επαλήθευσης του. Το σύστημα λειτουργεί ακριβώς όπως και τα ασφάλιστρα υψηλού και χαμηλού ρίσκου, όπου τα ασφάλιστρα αυξομειώνονται ανάλογα με το ρίσκο της εκάστοτε ασφάλισης. Στην προκειμένη περίπτωση του στοιχήματος, όσο περισσότερες πιθανότητες επαλήθευσης έχει ένα σημείο, τόσο μειώνεται το ρίσκο και κατά συνέπεια το μέγεθος της γκανιότας που εφαρμόζεται πάνω του, ενώ όσο λιγότερες πιθανότητες έχει, τόσο μεγαλώνει το ρίσκο και κατά συνέπεια το μέγεθος της γκανιότας του. Οπότε στα σημεία με πολλές πιθανότητες επαλήθευσης, οι εταιρίες εφαρμόζουν αναλογικά μικρότερη γκανιότα απ’ την ονομαστική, ενώ αντίθετα στα σημεία με λίγες πιθανότητες επαλήθευσης εφαρμόζουν αναλογικά μεγαλύτερη γκανιότα.

Μόνο στις περιπτώσεις που οι πιθανότητες επαλήθευσης κάθε σημείου είναι ίσες, εφαρμόζεται σε αυτά ισοσκελώς η ίδια γκανιότα, δηλαδή η Ονομαστική Γκανιότα. Αυτό το σημείο όπου οι πιθανότητες των στοιχηματικών σημείων ισορροπούν και κατά συνέπεια ισορροπεί κι η γκανιότα, ονομάζεται σημείο ισορροπίας του σετ. Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, αυτό το σημείο ισορροπίας των πιθανοτήτων, είναι το 50% για ένα σετ 2 ενδεχόμενων, το 33,3% για ένα σετ 3 ενδεχόμενων, το 25% για ένα σετ 4 ενδεχόμενων και ούτω καθ’ εξής. Κάθε απόκλιση των πιθανοτήτων απ' το σημείο ισορροπίας του σετ, προκαλεί αυτομάτως μια αντιστρόφως ανάλογη απόκλιση της γκανιότας από την ονομαστική της τιμή και αυτή η απόκλιση εφαρμόζεται ξεχωριστά στα εκάστοτε σημεία. Είναι όμως αξιοσημείωτο, ότι παρ’ όλες τις μικρές ή μεγάλες διακυμάνσεις, των τιμών της αναλογικής γκανιότας από σημείο σε σημείο, η συνολική της τιμή για ολόκληρο το σετ αποδόσεων εξακολουθεί να παραμένει στην αρχική τιμή της ονομαστικής γκανιότας.

Η Αναλογική Γκανιότα που εφαρμόζεται πάνω σε σημεία με μηδαμινές πιθανότητες επαλήθευσης, μπορεί να είναι ακόμη και χιλιάδες φορές μεγαλύτερη από την ονομαστική γκανιότα, καθώς η μεταβολή της είναι εκθετική. Αυτή είναι η αιτία, που ορισμένα εξαιρετικά σπάνια ενδεχόμενα με μηδαμινές πιθανότητες επαλήθευσης, εμφανίζονται από τις στοιχηματικές εταιρίες με αποδόσεις που αντιστοιχούν σε πολύ περισσότερες πιθανότητες από τις πραγματικές. Η Αναλογική Γκανιότα είναι ο λόγος που δεν πρόκειται ποτέ και σε καμία στοιχηματική εταιρία, να βρούμε σημεία με μηδαμινές πιθανότητες να προσφέρονται με αποδόσεις που να ανταποκρίνονται στις πραγματικές τους πιθανότητες, διότι σε ορισμένα στοιχηματικά σημεία εφαρμόζεται Αναλογική Γκανιότα κατά χιλιάδες φορές μεγαλύτερη από την Ονομαστική. Για παράδειγμα, υπάρχουν κάποια εξαιρετικά σπάνια σκορ αγώνων, που αναλόγως με την στατιστική τους εμφάνιση, θα έπρεπε να προσφέρονται με αποδόσεις που να προσεγγίζουν το 200.000 προς 1, όμως όσο και αν ψάξουμε δεν πρόκειται να τα βρούμε με απόδοση μεγαλύτερη από 500 προς 1. Οπότε γίνεται αντιληπτό, πως η Αναλογική Γκανιότα των στοιχηματικών εταιριών, καθιστά αποτρεπτικό έως και ανόητο το ποντάρισμα σημείων με μηδαμινές πιθανότητες επαλήθευσης, αφού πέρα από την τεράστια σπανιότητα επαλήθευσης τους, οι αποδόσεις που αυτά προσφέρονται από τις εταιρίες δεν αντιστοιχεί επ' ουδενί στις πραγματικές τους πιθανότητες.

Ένας βασικότατος επίσης λόγος, για τη χρήση αναλογικής γκανιότας απ’ τις στοιχηματικές εταιρίες, είναι καθαρά λειτουργικός. Μερικές φορές, όταν οι πιθανότητες επαλήθευσης που προκύπτουν για τα στοιχηματικά υπερφαβορί είναι πάρα πολλές (συνήθως πάνω από 92%), τότε η ύπαρξη της ονομαστικής γκανιότας μας δίνει γι’ αυτά τα σημεία απόδοση μικρότερη απ’ την μονάδα, πράγμα απαγορευτικό για την τιμολόγηση τους. Αναγκαστικά λοιπόν, για τέτοιου είδους σημείων-υπερφαβορί, χρειάζεται οπωσδήποτε να ψαλιδιστεί κατά πολύ η γκανιότα που εφαρμόζεται πάνω τους, για να δώσουν αποδόσεις έστω και λίγο πάνω από την μονάδα, ώστε αυτά να μπορέσουν να βγουν στην στοιχηματική αγορά. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, η Αναλογική Γκανιότα είναι αυτή που διασφαλίζει, πως ακόμη και για τα στοιχηματικά υπερφαβορί με πάρα πολλές πιθανότητες επαλήθευσης, θα προκύψουν αποδόσεις πάνω απ’ την μονάδα ώστε να μπορέσουν να βγουν στην στοιχηματική αγορά, ειδάλλως δεν θα μπορούσαν να εμφανιστούν στην αγορά με αποδόσεις χαμηλότερες της μονάδας.

Τέλος, ένας επίσης βασικός λόγος, για την χρήση της αναλογικής γκανιότας απ’ τις εταιρίες, είναι ο τζίρος που δέχονται τα στοιχηματικά σημεία, καθώς όπως είναι αναμενόμενο, τα σημεία με λίγες πιθανότητες επαλήθευσης δέχονται πολύ μικρότερο τζίρο, απ’ τα σημεία με πολλές πιθανότητες. Όπως μπορούμε βάσιμα να συμπεράνουμε, ο τζίρος που δέχονται τα στοιχηματικά σημεία είναι περίπου ανάλογος με τις πιθανότητες επαλήθευσης τους. Πολλές οι πιθανότητες επαλήθευσης ενός στοιχηματικού σημείου– μεγάλος ο τζίρος που θα δεχτεί το σημείο, λίγες οι πιθανότητες επαλήθευσης – μικρός ο τζίρος για το σημείο. Αυτό σημαίνει, ότι δημιουργείται σημαντικό χάσμα ανάμεσα στο κέρδος που αφήνουν τα διάφορα στοιχηματικά σημεία, ανάλογο με το χάσμα των πιθανοτήτων τους, κι αυτό το χάσμα χρειάζεται να ισοσκελιστεί με κάποιον τρόπο. Ο τρόπος ισοσκελισμού τους, είναι η Αναλογική Γκανιότα. Η αναλογική γκανιότα, μειώνει για την στοιχηματική εταιρία το ποσοστιαίο κέρδος που αφήνουν τα σημεία που δέχονται μεγάλο τζίρο, ενώ συνάμα αυξάνει το ποσοστιαίο κέρδος απ’ τα σημεία που δέχονται μικρό τζίρο. Έτσι ισομερίζεται κάπως το κέρδος της εταιρίας απ’ τις διάφορες επιλογές –εμπορικές ή μη– που πωλούνται στους παίχτες. Αυτό είναι κάτι που μπορεί να γίνει κατανοητό και απ’ την τιμολόγηση ολόκληρων των διοργανώσεων, καθώς παρατηρούμε ότι οι διοργανώσεις με μεγάλη εμπορικότητα έχουν χαμηλότερη γκανιότα, από άλλες λιγότερο εμπορικές διοργανώσεις. Οπότε η μεθοδολογία τιμολόγησης των στοιχηματικών σημείων, υπακούει πιστά στους νόμους της αγοράς, καθώς οι εταιρίες εν γένει μειώνουν το ποσοστιαίο κέρδος τους από τα προϊόντα ευρείας κατανάλωσης που κάνουν μεγάλους τζίρους, ενώ αντίθετα, αυξάνουν το ποσοστιαίο κέρδος τους από προϊόντα που δεν έχουν μεγάλη εμπορικότητα και κάνουν μικρούς τζίρους με μεγαλύτερο μάλιστα ρίσκο, ώστε να έχει ουσιαστικό αντίκρισμα για αυτές το να τα εμπορεύονται.

Αφού είδαμε λοιπόν, τους 3 βασικούς λόγους για την αναγκαιότητα χρήσης αναλογικής γκανιότας απ’ τις στοιχηματικές εταιρίες, πάμε τώρα να δούμε επί του πρακτέου, πως ακριβώς υπολογίζεται από τις εταιρίες το μέγεθος της διαφοροποιημένης γκανιότας για κάθε σημείο ξεχωριστά. Η Αναλογική Γκανιότα (ΑΓ) ξεχωριστά για κάθε στοιχηματικό σημείο, προκύπτει απ’ τον υπολογιστικό τύπο ΑΓ=1+{(Γ-1)×(Ι÷Π)}. Το Γ είναι η Ονομαστική Γκανιότα του σετ αποδόσεων, το Π είναι οι πιθανότητες του σημείου και το Ι είναι το σημείο ισορροπίας του σετ αποδόσεων. Το σημείο ισορροπίας του σετ, είναι πάντοτε ανάλογο με τον αριθμό των ενδεχόμενων που περιλαμβάνει, οπότε για ένα σετ 2 ενδεχόμενων το Ι είναι (1÷2) = 0,50, για ένα σετ 3 ενδεχόμενων το Ι είναι (1÷3) = 0,33, για ένα σετ 4 ενδεχόμενων το Ι είναι (1÷4) = 0,25, και ούτω καθ’ εξής. Έτσι, ενώ στην απλή κατανομή της Ονομαστικής Γκανιότας (Γ) όπου η τιμή της παραμένει σταθερή, ο τύπος που εφαρμόζεται για κάθε στοιχηματικό σημείο είναι (1÷Π)÷Γ, όσον αφορά την κατανομή της Αναλογικής Γκανιότας (ΑΓ) ο τύπος που εφαρμόζεται είναι (1÷Π)÷ΑΓ.

Ας δούμε τώρα μ’ ένα παράδειγμα, τις διαφορές στον τρόπο υπολογισμού και κυρίως στα αποτελέσματα που προκύπτουν, αφενός από την Ονομαστική Γκανιότα και αφετέρου από την Αναλογική Γκανιότα. Έστω λοιπόν, πως έχουμε ένα στοιχηματικό σετ 3 ενδεχομένων (1-Χ-2), όπου ο άσσος (1) έχει 87% πιθανότητες, η ισοπαλία (Χ) έχει 10% πιθανότητες και το διπλό (2) έχει 3% πιθανότητες, ενώ το μέγεθος της Ονομαστικής Γκανιότας είναι 105,0%. Κατ’ αρχήν θα υπολογίσουμε τις καθαρές αποδόσεις των σημείων, δίχως τη μεσολάβηση καμίας γκανιότας. Έπειτα θα υπολογίσουμε τις αποδόσεις με την ισότιμη κατανομή της Ονομαστικής Γκανιότας, όπου η γκανιότα παραμένει σταθερή για όλα τα σημεία και κατόπιν θα υπολογίσουμε τις αποδόσεις με την κυμαινόμενη κατανομή της Αναλογικής Γκανιότας, όπου η γκανιότα διαφοροποιείται από σημείο σε σημείο. Τέλος, θα επαληθεύσουμε, πως παρά τις όποιες διακυμάνσεις της αναλογικής γκανιότας από σημείο σε σημείο, η συνολική της τιμή για ολόκληρο το σετ αποδόσεων, εξακολουθεί να παραμένει στην αρχική τιμή της ονομαστικής γκανιότας.

Υπολογισμός Καθαρών Αποδόσεων

Απόδοση Άσου (1)           ►  1 ÷ 0,87  = 1,15

Απόδοση Ισοπαλίας (Χ)   ►  1 ÷ 0,10  = 10,00

Απόδοση Διπλού (2)        ►  1 ÷ 0,03  = 33,33

Υπολογισμός Αποδόσεων με Σταθερή Ονομαστική Γκανιότα

Απόδοση Άσου (1)           ►  (1 ÷ 0,87) ÷ 1,050  = 1,09

Απόδοση Ισοπαλίας (Χ)   ►  (1 ÷ 0,10) ÷ 1,050  = 9,52

Απόδοση Διπλού (2)        ►  (1 ÷ 0,03) ÷ 1,050  = 31,75

Υπολογισμός Αναλογικής Γκανιότας Ξεχωριστά Για Κάθε Σημείο & Αποδόσεις Σημείων

Αναλογική Γκανιότα Άσου (1)          ►  1 + {(1,050 - 1) × (0,333 ÷ 0,87)} = 101,9%

Αναλογική Γκανιότα Ισοπαλίας (Χ)  ►  1 + {(1,050 - 1) × (0,333 ÷ 0,10)} = 116,7%

Αναλογική Γκανιότα Διπλού (2)       ►  1 + {(1,050 - 1) × (0,333 ÷ 0,03)} = 155,6%

Απόδοση Άσσου (1)          ►  (1 ÷ 0,87) ÷ 1,019 = 1,13

Απόδοση Ισοπαλίας (Χ)    ►  (1 ÷ 0,10) ÷ 1,167 = 8,57

Απόδοση Διπλού (2)         ►  (1 ÷ 0,03) ÷ 1,556 = 21,43

Επαλήθευση Ονομαστικής Γκανιότας του Σετ Αποδόσεων

100 ÷ 1,13 = 88,67%

100 ÷ 8,57 = 11,67%

100 ÷ 21,43 = 4,67%

88,67 + 11,67 + 4,67 = 105,00% Γκανιότα

Σύγκριση Γκανιότας & Αποδόσεων

                                                           ΓΚΑΝΙΟΤΕΣ                                      ΑΠΟΔΟΣΕΙΣ

                                                   1              Χ              2                     1               Χ               2

Χωρίς Γκανιότα                ►        −              −              −                   1,15          10,00        33,33

Με Ονομαστική Γκανιότα  ►    105,0%    105,0%    105,0%              1,09           9,52         31,75

Με Αναλογική Γκανιότα    ►    101,9%    116,7%    155,6%              1,13           8,57         21,43

Συνοψίζοντας λοιπόν το ζήτημα της γκανιότας και σύμφωνα με το προηγούμενο παράδειγμα, γίνεται κατανοητό πως οι στοιχηματικές εταιρίες προτιμούν να περικόψουν τα ποσοστά του κέρδους τους (γκανιότα) από τις μικρές αποδόσεις που έτσι κ’ αλλιώς δέχονται μεγαλύτερο τζίρο και να διογκώσουν τα ποσοστά του κέρδους τους (γκανιότα) από τις μεγάλες αποδόσεις που δέχονται αναλογικά πολύ μικρότερο τζίρο. Εφαρμόζοντας λοιπόν οι εταιρίες την τακτική της Αναλογικής Γκανιότας, επιδιώκουν να ισοσκελίσουν τα κέρδη τους απ’ τα διάφορα σημεία, που δέχονται εκ φύσεως διαφορετικό τζίρο. Πρωτίστως όμως, επιδιώκουν να περιορίσουν το τίμημα που θα κληθούν να πληρώσουν στις περιπτώσεις επαλήθευσης μεγάλων αποδόσεων, ιδιαίτερα δε στις περιπτώσεις των παρολί με μεγάλες αποδόσεις. Τέλος, υπάρχει κι ο καθαρά λειτουργικός λόγος για την χρήση της αναλογικής γκανιότας, ώστε τα στοιχηματικά υπερφαβορί με ιδιαίτερα πολλές πιθανότητες επαλήθευσης (πάνω από 92%) να μπορέσουν να δώσουν αποδόσεις μεγαλύτερες απ’ την μονάδα, για να εμφανιστούν στην στοιχηματική αγορά.

Έχοντας πλέον αυτήν τη γνώση, μπορούμε να κατανοήσουμε, πως όσο μικρότερες αποδόσεις συναντούμε στις εταιρίες στοιχημάτων, τόσο οι τιμές τους είναι λιγότερο ψαλιδισμένες και προσεγγίζουν περισσότερο τις πιθανότητες επαλήθευσης που υπολόγισαν οι εταιρίες για τα αντίστοιχα σημεία, ενώ όσο οι αποδόσεις των σημείων μεγαλώνουν, τόσο μεγαλώνει και το ψαλίδισμα των οι τιμών τους, αποκλίνοντας αυτές δυσανάλογα από τις πραγματικές πιθανότητες που αποδόθηκαν απ’ τις εταιρίες. Παρατηρώντας λοιπόν το ζήτημα την Γκανιότας μέσα απ’ αυτό το νέο πρίσμα, εκ’ πρώτης όψεως φαίνεται πως είναι πιο συμφέρον για τον παίχτη να ποντάρει στα σημεία με τις μικρότερες αποδόσεις των στοιχηματικών σετ, γιατί όσο μικραίνουν οι αποδόσεις μικραίνει και το ψαλίδισμα τους και οι τιμές τους προσεγγίζουν περισσότερο τις πραγματικές πιθανότητες που υπολόγισαν οι εταιρίες για την επαλήθευση τους. Αυτό όμως είναι σχετικό, διότι όταν ο παίχτης αγοράζει από τις στοιχηματικές εταιρίες σημεία με μεγαλύτερες αποδόσεις απ’ ότι ο ίδιος θεωρεί κανονικό, ή σημεία με αποδόσεις αουτσάιντερ την στιγμή που ο ίδιος τα θεωρεί βάσιμα ως φαβορί, τότε η όποια γκανιότα εξανεμίζεται για λογαριασμό του παίχτη. Διότι σε τελική ανάλυση, η όποια γκανιότα υπόκειται στην υποκειμενικότητα, όπως ακριβώς και οι πιθανότητες που συνοδεύει.

1 σχόλιο:

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *