Είδαμε στο προηγούμενο
άρθρο, ότι η γκανιότα των στοιχηματικών εταιριών είναι διαφορετική για κάθε
στοιχηματικό σημείο, σύμφωνα πάντα με τις πιθανότητες επαλήθευσης του. Είδαμε
πως και γιατί η γκανιότα των εταιριών, αυξομειώνεται για κάθε σημείο ξεχωριστά,
αντιστρόφως ανάλογα με τις πιθανότητες του. Αυτή η γνώση οδηγεί την σκέψη μας ένα
βήμα παρακάτω, όσον αφορά την γκανιότα των εταιριών.
Ο καθένας ορίζει
τις πιθανότητες επαλήθευσης των μελλούμενων, σύμφωνα με τα δικά του κριτήρια
και σύμφωνα με τις δικές του υπολογιστικές μεθόδους, οπότε οι πιθανότητες για
κάθε στοιχηματικό σημείο διαφέρουν για τον καθένα. Κάποιοι στους υπολογισμούς
τους, λαμβάνουν υπόψιν δεδομένα τα οποία άλλοι τα αγνοούν και αυτό οδηγεί σε
διαφορετικά πορίσματα. Για τον καθένα ξεχωριστά, ενδέχεται οι υπολογισμοί που
αφορούν την κατανομή πιθανοτήτων, να ανταποκρίνονται πολύ, λιγότερο, ή ελάχιστα
στην πραγματικότητα. Οι πιθανότητες είναι σε κάθε περίπτωση υποκειμενικές, άρα
το ίδιο υποκειμενική είναι και η γκανιότα που εφαρμόζεται από τις εταιρίες πάνω
σε κάθε στοιχηματικό σημείο. Μπορεί η γκανιότα να είναι ορθά κατανεμημένη στα
σημεία ή όχι, όπως ακριβώς το ίδιο ισχύει και για την κατανομή των πιθανοτήτων
στα σημεία. Για παράδειγμα, αν μία εταιρία αποδίδει λανθασμένα σε κάποια σημεία
περισσότερες πιθανότητες απ’ όσες ορθά τους αναλογούν, τότε εξίσου λανθασμένα
μειώνει και το μέγεθος της αναλογικής γκανιότας που εφαρμόζει επάνω τους. Αν απ’
την άλλη αποδίδει λανθασμένα σε αυτά, λιγότερες πιθανότητες απ’ όσες ορθά τους
αναλογούν, τότε αυξάνει επίσης λανθασμένα την αναλογική γκανιότα που εφαρμόζει
επάνω τους.
Βέβαια οι στοιχηματικές
εταιρίες, εκτός όλων των άλλων στατιστικών παραγόντων, κατανέμουν τις
πιθανότητες των στοιχηματικών σημείων και σύμφωνα με τον τζίρο που αναμένεται πως
θα δεχτούν, ή που δέχονται σε κάθε σημείο. Για τις στοιχηματικές εταιρίες ο
τζίρος μεταφράζεται σε πιθανότητες επαλήθευσης, όμως αυτό αφορά περισσότερο τις
ίδιες τις εταιρίες και λιγότερο τον παίχτη. Ο παίχτης του στοιχήματος αγοράζει
τις αποδόσεις κάποιων σημείων, αλλά επί της ουσίας του είναι αδιάφορος ο τζίρος
που δέχτηκε η εταιρία. Αυτό που ενδιαφέρει κατά βάση τον παίχτη, είναι αν οι
αποδόσεις των σημείων που αγοράζει, ανταποκρίνονται στις πιθανότητες που αυτός
υπολόγισε για τα συγκεκριμένα σημεία. Αν οι αποδόσεις των σημείων είναι
μεγαλύτερες απ’ όσο αναλογούν στις πιθανότητες που υπολόγισε ο παίχτης γι’ αυτά,
τότε υπάρχει στοιχηματική αξία και τον συμφέρει να ποντάρει σε αυτά. Αν πάλι η
αποδόσεις των σημείων είναι μικρότερες απ’ όσο αναλογούν στις πιθανότητες που
υπολόγισε και δεν ανταποκρίνονται στο πραγματικό ρίσκο που θεωρεί πως έχουν,
τότε η στοιχηματική αξία εξανεμίζεται και γίνεται ασύμφορο για τον παίχτη να
ποντάρει σε αυτά τα σημεία.
Για παράδειγμα,
αν ένας παίχτης υπολόγισε πως οι πραγματικές πιθανότητες επαλήθευσης κάποιου
σημείου είναι 50%, τότε η αντικειμενική απόδοση για αυτό το σημείο πρέπει να είναι
2,00. Αν ο παίχτης βρει και αγοράσει αυτό το σημείο με απόδοση 2,00, τότε αυτό
επί της ουσίας σημαίνει ότι ποντάρει πάνω του με μηδενική γκανιότα. Αν βρει και
αγοράσει αυτό το σημείο με απόδοση 2,10, τότε αυτό σημαίνει επί της ουσίας ότι
ποντάρει πάνω του με αρνητική γκανιότα. Αν επίσης για ένα άλλο σημείο ο παίχτης
υπολόγισε 70% πιθανότητες επαλήθευσης, αυτό σημαίνει πως η αντικειμενική απόδοση
γι’ αυτό είναι 1,43. Αν ο παίχτης βρει και αγοράσει αυτό το σημείο σε απόδοση
1,60 αυτό σημαίνει πως επί της ουσίας θα ποντάρει πάνω του με αρνητική
γκανιότα. Σε κάποια άλλη περίπτωση ενδέχεται ο παίχτης να υπολογίσει πως μία
ομάδα είναι ελαφρύ φαβορί για νίκη με 40% πιθανότητες επαλήθευσης, κάτι που
σημαίνει αντικειμενική απόδοση 2,50, όμως μπορεί να βρει και να αγοράσει αυτό
το σημείο από κάποια εταιρία με απόδοση αουτσάιντερ 3,20, κάτι που σημαίνει πως
θα ποντάρει και πάλι με αρνητική γκανιότα. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ο
παίχτης εκμηδενίζει εντελώς για λογαριασμό του την γκανιότα της στοιχηματικής
εταιρίας, όποια και αν είναι αυτή. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η όποια γκανιότα της
στοιχηματικής εταιρίας είναι ουσιαστικά αδιάφορη για τον παίχτη, εφόσον βρίσκει
αυτό που θέλει να αγοράσει σε αντικειμενική για αυτόν τιμή ή ακόμη και σε πολύ καλύτερη
τιμή απ’ όσο υπολόγισε.
Βέβαια όπως
γίνεται εύκολα αντιληπτό, όλα αυτά ισχύουν υπό μία βασική προϋπόθεση, ότι όντως
οι πραγματικές πιθανότητες επαλήθευσης για τα συγκεκριμένα αυτά σημεία που
ενδιαφέρουν τον παίχτη, είναι αντίστοιχα 50%, ή 70% ή 40% κλπ. Όλα αυτά ισχύουν
όταν όντως οι επαληθεύσεις των γεγονότων ανταποκρίνονται στις τιμές που
υπολόγισε ο παίχτης, για παράδειγμα αν στα 100 παρόμοια συμβάντα με πιθανότητες
50%, επαληθευτούν περί τα 50. Και πως θα ξέρει ένας παίχτης ότι οι πιθανότητες
που υπολογίζει για τα σημεία είναι σωστές και ότι ανταποκρίνονται στην
πραγματικότητα; Στο στοίχημα και στην στατιστική όλα μετρώνται στο σύνολο και
σε βάθος χρόνου. Αυτό σημαίνει πως ο μεθοδικός παίχτης κρατάει λεπτομερές
αρχείο για τους υπολογισμούς του και για την κατανομή πιθανοτήτων που κάνει.
Έτσι θα μπορεί να ελέγχει τι ποσοστά επαλήθευσης είχαν τα συμβάντα που τους
απέδωσε εκ των προτέρων 40%, ή 50%, ή 70% πιθανότητες. Αυτό που σε κάθε
περίπτωση πρέπει να απασχολεί αυτόν που πιθανολογεί, είναι οι υπολογισμοί του στο
σύνολο τους να προσεγγίζουν όσο το δυνατόν περισσότερο την πραγματικότητα και
να βρίσκει τρόπους ώστε να βελτιώνει συνεχώς την αντιστοιχία τους με την
πραγματικότητα.
Ο μεθοδικός
παίχτης δεν επαναπαύεται απλά στις πιθανότητες που υπολόγισαν και που πουλάνε
οι εταιρίες σύμφωνα με τον τζίρο που δέχονται στα διάφορα σημεία, καθώς ο
τζίρος που θα δεχτεί ένα στοιχηματικό σημείο δεν αποτελεί βασικό κριτήριο για
τις πραγματικές πιθανότητες επαλήθευσης του. Ο μεθοδικός παίχτης είναι επί της
ουσίας ένας στατιστικολόγος, ένας odd compiler ο οποίος υπολογίζει μόνος του τις πιθανότητες
προτού αγοράσει σημεία από τις εταιρίες. Ο μεθοδικός παίχτης είναι σε θέση να
διακρίνει με βάση την στατιστική, πότε οι στοιχηματικές εταιρίες προσφέρουν σωστές
ή λάθος αποδόσεις και που υπάρχει στοιχηματική αξία. Δεν τρομάζει ούτε από τις μεγάλες
αποδόσεις ούτε από την γκανιότα των εταιριών, γιατί γνωρίζει πως μπορεί να την
υπερβεί και να την εκμηδενίσει προς όφελος του. Βλέπουμε λοιπόν πως όλα
είναι υποκειμενικά, ακόμη και η γκανιότα. Οι αποδόσεις, οι πιθανότητες και η
τελική τους επαλήθευση, συναρτώνται μεταξύ τους για να καθορίσουν σε βάθος
χρόνου το κέρδος ή την χασούρα, για να καθορίσουν την πραγματική γκανιότα για το
κάθε σημείο ξεχωριστά αλλά και για τον κάθε παίχτη εξατομικευμένα.
Για παράδειγμα, αν ένας παίχτης υπολόγισε πως οι πραγματικές πιθανότητες επαλήθευσης κάποιου σημείου είναι 50%, τότε...
ΑπάντησηΔιαγραφήΘα μας πεις πως γίνεται αυτός ο υπολογισμός των πιθανοτήτων επαλήθευσης?
Όσα γράφεις βασίζονται σε αυτόν τον υπολογισμό και μου φαίνεται ότι κάπου τα έχεις μπερδέψει στο μυαλό σου
Μου αρέσουν κάτι τύποι αν και σένα, οι οποίοι με μια φράση και χωρίς καμία επιχειρηματολογία έρχονται να ακυρώσουν μια άποψη που βασίστηκε σε μελέτη. Φυσικά δεν έκανες καν τον κόπο να ψάξεις στο μπλογκ για να δεις μήπως και σας έχω πει ήδη πως γίνεται ο υπολογισμός των πιθανοτήτων επαλήθευσης. Δεν πειράζει μιας και κατά πως φαίνεται εσύ τα έχεις όλα ξεμπερδεμένα στο μυαλό σου.
ΑπάντησηΔιαγραφή